Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολλὰ κακὰ ἀκ

См. также в других словарях:

  • Ὧς πολλὰ θνητοῖς ἡ χολὴ ποιεῖ κακά. — ὧς πολλὰ θνητοῖς ἡ χολὴ ποιεῖ κακά. См. Господин гневу своему господин всему …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • έθω — ἔθω (Α) 1. είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να... («κακὰ πόλλ ἔρδεσκεν ἔθων» διέπραττε πολλά κακά, κατά τη συνήθεια του) 2. (παρακμ. και υπερσ.) φρ. «ὡς εἰῶθε», «ὥσπερ εἰώθει»* όπως συνηθίζεται 3. (μτχ. παρακμ. αρσ.) ο συνήθης, ο συνηθισμένος… …   Dictionary of Greek

  • πολυφόρος — ον, ΜΑ (για γη, τόπο, δένδρο, φυτό) αυτός που αποφέρει πολλά, γόνιμος, παραγωγικός, πολύκαρπος αρχ. 1. (για δυνατό κρασί) αυτός που μπορεί να δεχθεί πολύ νερό, να νοθευθεί με μεγάλη ποσότητα νερού 2. μτφ. α) ο υπαίτιος για πολλές καταστάσεις… …   Dictionary of Greek

  • κακόβλαστος — κακόβλαστος, ον (Α) αυτός που έχει ανατραφεί μέσα σε πολλά κακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βλαστος (< βλαστάνω), πρβλ. ακρό βλαστος, λεπτό βλαστος] …   Dictionary of Greek

  • οϊζύω — ὀϊζύω (Α) [οϊζύς] (ποιητ. τ.) 1. θλίβομαι, θρηνώ, κλαίω, πενθώ («ἀλλ ἀεὶ περὶ κεῑνον ὀΐζυε», Ομ. Ιλ.) 2. υποφέρω από κάτι, υφίσταμαι κάτι («ἧς εἵνεκ ὀϊζύομεν πολλὰ κακά», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • παθαίνω — (ΑΜ παθαίνω) (το μέσ. και παθ.) παθαίνομαι αισθάνομαι έντονη συγκίνηση, κυριεύομαι από ζωηρό πάθος (α. «κάθε φορά που συζητούμε πολιτικά παθαίνεται» β. «παθαίνομαι, όταν ακούω κλασική μουσική») νεοελλ. φρ. α) «καλά να (τά) πάθει» λέγεται για να… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»